Στο σημερινο κειμενο σας παραθετω την δευτερη αποφαση/καταδικη της Ελλαδας σε θεμα βουλευτικης ασυλιας απο το Ευρωπαικο Δικαστηριο Προστασιας Των Ανθρωπινων Δικαιωματων.
Για μια ακομα φορα, το δικαστηριο διευκρινιζει οτι το ελληνικο Συνταγμα, οσον αφορα τη βουλευτικη ασυλια, δεν δινει απολυτη ασυλια στους βουλευτες, παρα μονο σε θεματα που εχουν να κανουν με τις βουλευτικες τους υποχρεωσεις/ενεργειες. Αξιζει να σημειωθει οτι ακομα και μεχρι σημερα, η Βουλη της Ελλαδας συνεχιζει να αρνηται αρση της ασυλιας για καθε υποθεση, ασχετα αν δεν εχει να κανει με βουλευτικη δραστηριοτητα.
Το 1996 ο κατηγορητης κυριος Α, ο οποιος εχει κατασκευαστικη εταιρεια, χορηγήθηκε με άδεια για να χτίσει ένα συγκρότημα γραφείων και καταστηματων στην Κηφισιά.
Το Μαρτιο του 1997, το δημοτικό συμβούλιο της Κηφισιάς διέταξε την παυση της εργασίας οικοδόμησης. Ο κ Α υποστήριξε ότι ήρθε σε επαφή με τον κυριο Β., που ηταν δήμαρχος Κηφισιας, και ο οποιος του ζήτησε 205.400 ευρω ως αντάλλαγμα για να του δωθει η άδεια να συνεχιστεί η εργασία.
Στο τέλος του Μαρτίου 1997 η άδεια κατασκευης που δόθηκε στον κ Α ανακλήθηκε με απόφαση του κ Β. Το ανώτατο διοικητικό δικαστήριο επετρεψε στον κ Α να κανει έφεση και έθεσε κατά μέρος τις διαταγές που σταματούσαν τις εργασίες οικοδόμησης και ανάκληση της άδειας κατασκευης.
Το Νοεμβριο του 2001 ο κ Α υπέβαλε μήνυση για τον εκβιασμό, κατάχρηση της θεσης και τη δωροδοκία, ενάντια στο δήμαρχο Κηφισιάς, ο οποίος εν τω μεταξυ ειχε γινει βουλευτης στις γενικές εκλογές του 2000.
Σύμφωνα με το άρθρο 62 του συντάγματος, ο δημόσιος κατήγορος επιδίωξε την άδεια από τη Βουλη ωστε να ξεκινησει ποινικη διωξη εναντια στον κ Β., αλλά το αίτημα απορρίφθηκε το Μαρτιο του 2002. Ο κ. Α εκανε αλλη μια καταγγελία ενάντια στον κ Β, τον Αυγουστο του 2003 και ο δημόσιος κατήγορος για άλλη μια φορά επιδίωξε την άδεια από τη Βουλη για να διώξει ποινικώς το βουλευτή. Η Βουλη αρνηθηκε την αρση της ασυλιας το Φεβρουαριο 2004.
Ολα τα πρακτικα της αποφασης εδω .
Το δικαστήριο σημείωσε ότι οι παραβάσεις στις οποίες ο κ Α είχε βασίσει την καταγγελία του ενάντια στον κ Β. είχαν εμφανιστεί σύμφωνα με τους ισχυρισμούς το 1997, δηλ., περίπου τρία χρονια πριν από την εκλογή του κ Β στη Βουλη. Συνεπώς, οι υποτιθέμενες παραβάσεις δεν θα μπορούσαν να αφορούν την άσκηση των βουλευτικών λειτουργιών του κ Β.
Το δικαστήριο επανέλαβε ότι ένας περιορισμός στο δικαίωμα της πρόσβασης σε ένα δικαστήριο δεν θα ήταν συμβατός με το άρθρο 6 § 1 της Συνθηκης εάν δεν ακολουθουσε έναν νόμιμο στόχο και εάν δεν υπαρχει μία λογική σχέση της αναλογικότητας μεταξύ των μέσων που υιοθετήθηκαν και το στόχο που επιδιωχθηκε να επιτευχθεί. Η απουσία μιας σαφούς σύνδεσης με μια βουλευτική δραστηριότητα απαιτει μια στενή ερμηνεία της έννοιας της αναλογικότητας μεταξύ του στόχου που ακολουθήθηκε και των μέσων που υιοθετήθηκαν.
Το δικαστήριο θεώρησε αβάσιμο το επιχείρημα της ελληνικής κυβέρνησης ότι η προσωρινή φύση της κοινοβουλευτικής ασυλίας σημαινει ότι ο κ Α θα μπορει να ανανεώσει το αίτημά του για την μηνυση που διώκει ποινικώς μόλις τελειωσει η βουλευτικη θητεια του κ Β. Το ελληνικό σύνταγμα δεν καθοριζει οποιαδήποτε όρια σχετικά με την ανανέωση της βουλευτικης θητειας και ετσι η βουλευτικη θητεια του κ Β μπορει να ανανεωθεί αρκετές φορές και έτσι οριστικά να στερήσει τον κ Α από το δικαίωμά του να ζητήσει ποινικη διωξη.
Επιπλέον, το δικαστήριο διατιπωσε ότι η αναστολή των ποινικων διαδικασιων οποιουδήποτε είδους ενάντια σε έναν βουλευτή κατά τη διάρκεια της βουλευτικής θητειας του οδηγει σε ένα μεγαλο χρονικό διάστημα μεταξύ της παράβασης και της δικαστικης διαδικασιας. Αυτό καταστει μια ποινικη διαδικασια ως αβέβαιη, ιδιαίτερα σχετικά με τα αποδεικτικα στοιχεία. Το δικαστήριο επανέλαβε ότι ο χρόνος για την εξέταση μιας μηνυσης θα μπορούσε να υπονομεύσει την αποτελεσματικότητά της.
Το δικαστήριο θεώρησε ότι η άρνηση της Βουλης να αρει την βουλευτική ασυλία του κ Β είχε παραβιάσει το δικαίωμα του κ Α για πρόσβαση σε ένα δικαστήριο. Συνεπώς, είχε υπάρξει μια παραβίαση του άρθρου 6 § 1.
Για μια ακομα φορα, το δικαστηριο διευκρινιζει οτι το ελληνικο Συνταγμα, οσον αφορα τη βουλευτικη ασυλια, δεν δινει απολυτη ασυλια στους βουλευτες, παρα μονο σε θεματα που εχουν να κανουν με τις βουλευτικες τους υποχρεωσεις/ενεργειες. Αξιζει να σημειωθει οτι ακομα και μεχρι σημερα, η Βουλη της Ελλαδας συνεχιζει να αρνηται αρση της ασυλιας για καθε υποθεση, ασχετα αν δεν εχει να κανει με βουλευτικη δραστηριοτητα.
ΥΠΟΘΕΣΗ
Το 1996 ο κατηγορητης κυριος Α, ο οποιος εχει κατασκευαστικη εταιρεια, χορηγήθηκε με άδεια για να χτίσει ένα συγκρότημα γραφείων και καταστηματων στην Κηφισιά.
Το Μαρτιο του 1997, το δημοτικό συμβούλιο της Κηφισιάς διέταξε την παυση της εργασίας οικοδόμησης. Ο κ Α υποστήριξε ότι ήρθε σε επαφή με τον κυριο Β., που ηταν δήμαρχος Κηφισιας, και ο οποιος του ζήτησε 205.400 ευρω ως αντάλλαγμα για να του δωθει η άδεια να συνεχιστεί η εργασία.
Στο τέλος του Μαρτίου 1997 η άδεια κατασκευης που δόθηκε στον κ Α ανακλήθηκε με απόφαση του κ Β. Το ανώτατο διοικητικό δικαστήριο επετρεψε στον κ Α να κανει έφεση και έθεσε κατά μέρος τις διαταγές που σταματούσαν τις εργασίες οικοδόμησης και ανάκληση της άδειας κατασκευης.
Το Νοεμβριο του 2001 ο κ Α υπέβαλε μήνυση για τον εκβιασμό, κατάχρηση της θεσης και τη δωροδοκία, ενάντια στο δήμαρχο Κηφισιάς, ο οποίος εν τω μεταξυ ειχε γινει βουλευτης στις γενικές εκλογές του 2000.
Σύμφωνα με το άρθρο 62 του συντάγματος, ο δημόσιος κατήγορος επιδίωξε την άδεια από τη Βουλη ωστε να ξεκινησει ποινικη διωξη εναντια στον κ Β., αλλά το αίτημα απορρίφθηκε το Μαρτιο του 2002. Ο κ. Α εκανε αλλη μια καταγγελία ενάντια στον κ Β, τον Αυγουστο του 2003 και ο δημόσιος κατήγορος για άλλη μια φορά επιδίωξε την άδεια από τη Βουλη για να διώξει ποινικώς το βουλευτή. Η Βουλη αρνηθηκε την αρση της ασυλιας το Φεβρουαριο 2004.
Ολα τα πρακτικα της αποφασης εδω .
Η Αποφαση του Ευρωπ Δικαστηριου
Το δικαστήριο σημείωσε ότι οι παραβάσεις στις οποίες ο κ Α είχε βασίσει την καταγγελία του ενάντια στον κ Β. είχαν εμφανιστεί σύμφωνα με τους ισχυρισμούς το 1997, δηλ., περίπου τρία χρονια πριν από την εκλογή του κ Β στη Βουλη. Συνεπώς, οι υποτιθέμενες παραβάσεις δεν θα μπορούσαν να αφορούν την άσκηση των βουλευτικών λειτουργιών του κ Β.
Το δικαστήριο επανέλαβε ότι ένας περιορισμός στο δικαίωμα της πρόσβασης σε ένα δικαστήριο δεν θα ήταν συμβατός με το άρθρο 6 § 1 της Συνθηκης εάν δεν ακολουθουσε έναν νόμιμο στόχο και εάν δεν υπαρχει μία λογική σχέση της αναλογικότητας μεταξύ των μέσων που υιοθετήθηκαν και το στόχο που επιδιωχθηκε να επιτευχθεί. Η απουσία μιας σαφούς σύνδεσης με μια βουλευτική δραστηριότητα απαιτει μια στενή ερμηνεία της έννοιας της αναλογικότητας μεταξύ του στόχου που ακολουθήθηκε και των μέσων που υιοθετήθηκαν.
Το δικαστήριο θεώρησε αβάσιμο το επιχείρημα της ελληνικής κυβέρνησης ότι η προσωρινή φύση της κοινοβουλευτικής ασυλίας σημαινει ότι ο κ Α θα μπορει να ανανεώσει το αίτημά του για την μηνυση που διώκει ποινικώς μόλις τελειωσει η βουλευτικη θητεια του κ Β. Το ελληνικό σύνταγμα δεν καθοριζει οποιαδήποτε όρια σχετικά με την ανανέωση της βουλευτικης θητειας και ετσι η βουλευτικη θητεια του κ Β μπορει να ανανεωθεί αρκετές φορές και έτσι οριστικά να στερήσει τον κ Α από το δικαίωμά του να ζητήσει ποινικη διωξη.
Επιπλέον, το δικαστήριο διατιπωσε ότι η αναστολή των ποινικων διαδικασιων οποιουδήποτε είδους ενάντια σε έναν βουλευτή κατά τη διάρκεια της βουλευτικής θητειας του οδηγει σε ένα μεγαλο χρονικό διάστημα μεταξύ της παράβασης και της δικαστικης διαδικασιας. Αυτό καταστει μια ποινικη διαδικασια ως αβέβαιη, ιδιαίτερα σχετικά με τα αποδεικτικα στοιχεία. Το δικαστήριο επανέλαβε ότι ο χρόνος για την εξέταση μιας μηνυσης θα μπορούσε να υπονομεύσει την αποτελεσματικότητά της.
Το δικαστήριο θεώρησε ότι η άρνηση της Βουλης να αρει την βουλευτική ασυλία του κ Β είχε παραβιάσει το δικαίωμα του κ Α για πρόσβαση σε ένα δικαστήριο. Συνεπώς, είχε υπάρξει μια παραβίαση του άρθρου 6 § 1.
No comments:
Post a Comment